επιρρυσις

επιρρυσις
    ἐπίρρυσις
    ἐπίρρῠσις
    -εως ἥ Arst., Polyb. = ἐπιρροή См. επιρροη

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "επιρρυσις" в других словарях:

  • ἐπίρρυσις — means of saving fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίρρυσις — (I) ἐπίρρυσις, ἡ (Α) [επιρρέω] ροή («ἐάν ἀποτρέψῃς τὴν ἐπίρρυσιν», Ιπποκρ.). (II) ἐπίρρυσις, ἡ (Α) [επιρρύομαι] διαφύλαξη, διάσωση («κατετρίβοντο, μή γινομένης τινὸς ἐπιρρύσεως», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • ἐπιρρύσεις — ἐπίρρυσις means of saving fem nom/voc pl (attic epic) ἐπίρρυσις means of saving fem nom/acc pl (attic) ἐπιρρύζω set aor subj act 2nd sg (epic) ἐπιρρύζω set fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιρρύσεσιν — ἐπίρρυσις means of saving fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιρρύσιες — ἐπίρρυσις means of saving fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίρρυσιν — ἐπίρρυσις means of saving fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιρρύσεως — ἐπιρρύσεω̆ς , ἐπίρρυσις means of saving fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»